- τυροποιικός
- τῡροποι-ικός, ή, όν,A of or for cheese-making, Apollon.Lex.s.v.τάλαροι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυροποιϊκός — ή, όν, Α [τυροποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροποιία … Dictionary of Greek
τυροποιικῶν — τυροποιικός of fem gen pl τυροποιικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)